Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accelerators
/əkˈsel.ə.reɪ.tər/ = NOUN: επιταχυντής, επιταχύνων, γκάζι αυτοκίνητου;
USER: επιταχυντές, επιταχυντών, επιτάχυνσης, επιταχυντές της
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
achievement
/əˈtʃiːv.mənt/ = NOUN: κατόρθωμα, άθλος;
USER: κατόρθωμα, επίτευξη, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
activity
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα;
USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση
GT
GD
C
H
L
M
O
administrations
/ədˌmɪn.ɪˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: διαχείριση, διοίκησις, διαχείρησις;
USER: διοικήσεων, διοικήσεις, τις διοικήσεις, των διοικήσεων, διοικητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
advisory
/ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός;
USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
affiliated
/əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω;
USER: συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδέονται κατά, συνδεδεμένη, συνδέεται
GT
GD
C
H
L
M
O
aimed
/eɪm/ = VERB: σκοπεύω, σημαδεύω;
USER: με στόχο, στόχο, με σκοπό, αποσκοπούν, στοχεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analysis
/əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
answered
/ˈɑːn.sər/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντησαν, απαντηθεί, απάντησε, απαντά, απαντηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
approaching
/əˈprəʊtʃ/ = VERB: πλησιάζω;
USER: πλησιάζει, προσεγγίζουν, πλησιάζουν, προσεγγίζει, προσεγγίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
approximately
/əˈprɒk.sɪ.mət.li/ = ADVERB: περίπου;
USER: περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το, σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assessing
/əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν;
USER: αξιολόγηση, εκτίμηση, την αξιολόγηση, την εκτίμηση, αξιολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
assist
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
associations
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: ενώσεις, ενώσεων, οργανώσεις, οι ενώσεις, σύλλογοι
GT
GD
C
H
L
M
O
assurance
/əˈʃʊərəns/ = NOUN: διαβεβαίωση, ασφάλεια;
USER: διαβεβαίωση, ασφάλεια, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
awarded
/əˈwɔːd/ = VERB: απονέμω, επιδικάζω;
USER: απονεμηθεί, απονέμεται, χορηγούνται, απονεμήθηκε, ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
bank
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
ADJECTIVE: τραπεζικός;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό
GT
GD
C
H
L
M
O
barometer
/bəˈrɒm.ɪ.tər/ = NOUN: βαρόμετρο;
USER: βαρόμετρο, Ατμοσφ, Barometer, βαρόμετρο για, βαρόμετρου
GT
GD
C
H
L
M
O
barrier
/ˈbær.i.ər/ = NOUN: εμπόδιο, φράγμα, φραγμός;
USER: εμπόδιο, φράγμα, φραγμός, φραγμού, φραγμό
GT
GD
C
H
L
M
O
barriers
/ˈbær.i.ər/ = NOUN: εμπόδιο, φράγμα, φραγμός;
USER: εμπόδια, εμποδίων, φραγμοί, φραγμών, φραγμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
believe
/bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω;
USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
biggest
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος;
USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
billion
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
burden
/ˈbɜː.dən/ = NOUN: βάρος, φορτίο;
VERB: επιβαρύνω;
USER: βάρος, φορτίο, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους
GT
GD
C
H
L
M
O
bureaucracy
/bjʊəˈrɒk.rə.si/ = NOUN: γραφειοκρατία;
USER: γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, γραφειοκρατικές
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
businessmen
/ˈbɪz.nɪs.mən/ = NOUN: επιχειρηματίας;
USER: επιχειρηματίες, επιχειρηματιών, οι επιχειρηματίες, τους επιχειρηματίες
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
came
/keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capital
/ˈkæp.ɪ.təl/ = NOUN: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο γράμμα;
ADJECTIVE: κύριος, κεφαλαίος, εξαίρετος, κεφαλικός;
USER: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
GT
GD
C
H
L
M
O
career
/kəˈrɪər/ = NOUN: καριέρα, σταδιοδρομία, επάγγελμα, τρέξιμο, στάδιο;
USER: καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, καριέρας, την καριέρα, την καριέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
center
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
central
/ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος;
USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changing
/ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compared
/kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω;
USER: σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σύγκριση, σε σχέση, έναντι
GT
GD
C
H
L
M
O
comparison
/kəmˈpær.ɪ.sən/ = NOUN: σύγκριση, παρομοίωση, παράθεση;
USER: σύγκριση, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, comparison
GT
GD
C
H
L
M
O
competition
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
complexity
/kəmˈplek.sɪ.ti/ = NOUN: περίπλοκο, πολυσύνθετο, περιπλοκή;
USER: περίπλοκο, πολυσύνθετο, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την πολυπλοκότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
conducted
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
consider
/kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
considered
/kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contribute
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinated
/kōˈôrdəˌnāt/ = VERB: συντονίζω;
USER: συντονισμένη, συντονίζονται, συντονίζεται, συντονισμός, συντονισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
culture
/ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση;
USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
dedicated
/ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω;
USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
deficiency
/dɪˈfɪʃ.ən.si/ = NOUN: έλλειψη, ελάττωμα, έλλειμμα, ατέλεια;
USER: έλλειψη, έλλειμμα, ελάττωμα, ανεπάρκεια, ανεπάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
determining
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: τον προσδιορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμό, καθορισμού, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
developing
/dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
developments
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: εξελίξεις, τις εξελίξεις, εξελίξεων, εξέλιξη, των εξελίξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
directive
/daɪˈrek.tɪv/ = ADJECTIVE: διευθυντικός;
USER: οδηγίας, οδηγία, Η οδηγία, της οδηγίας, οδηγίας για
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
economic
/iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
edition
/ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση;
USER: έκδοση, εκδόσεις, έκδοσης, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
educators
/ˈed.jʊ.keɪ.tər/ = NOUN: παιδαγωγός, μορφωτής;
USER: εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικοί, εκπαιδευτές, τους εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
emerging
/ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι;
USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
ended
/end/ = VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: έληξε, που έληξε, που έληξε στις, τελείωσε, έκλεισε
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneur
/ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurial
/ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματική, επιχειρηματικής, επιχειρηματικό, επιχειρηματικού, επιχειρηματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurs
/ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίες, επιχειρηματιών, οι επιχειρηματίες, τους επιχειρηματίες, των επιχειρηματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurship
/ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
equally
/ˈiː.kwə.li/ = ADVERB: εξίσου;
USER: εξίσου, επίσης, ίδιο, εξ ίσου, ισότιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
establishing
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: για τη θέσπιση, για την ίδρυση, θέσπιση, την ίδρυση, ίδρυση
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
eur
= USER: eur, ευρώ, ύψους, ισοτιμία ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
european
/ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός;
NOUN: Ευρωπαίος;
USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
evolution
/ˌiː.vəˈluː.ʃən/ = NOUN: εξέλιξη;
USER: εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, η εξέλιξη, εξελίξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
examining
/ɪɡˈzæm.ɪn/ = VERB: εξετάζω, περιεργάζομαι;
USER: εξετάζοντας, εξέταση, την εξέταση, εξετάζει, εξέτασης
GT
GD
C
H
L
M
O
exceeding
/ɪkˈsiːd/ = ADJECTIVE: υπερβολικός, υπερβολή;
USER: υπερβαίνει, υπερβαίνουν, άνω, υπερβαίνει τα, υπερβαίνει το
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expects
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένει, προσδοκά, αναμένει ότι, αναμένει από, περιμένει
GT
GD
C
H
L
M
O
experienced
/ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι
GT
GD
C
H
L
M
O
factor
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
failure
/ˈfeɪ.ljər/ = NOUN: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, πτώχευση, χρεοκοπία, ανακοπή, τζίφος;
USER: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, μη, ανεπάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
fax
/fæks/ = NOUN: φαξ;
USER: φαξ, fax, με φαξ, αποστολή φαξ, στείλετε με φαξ
GT
GD
C
H
L
M
O
fear
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβος, φόβο, φόβου, ο φόβος, φοβηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
february
/ˈfeb.ru.ər.i/ = NOUN: Φεβρουάριος, Φλεβάρης;
USER: Φεβρουάριος, Φλεβάρη, Φεβ., Φεβ, Φεβρουάριο
GT
GD
C
H
L
M
O
finale
/fɪˈnɑː.li/ = USER: φινάλε, finale, φινάλε της
GT
GD
C
H
L
M
O
finance
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία;
VERB: χρηματοδοτώ;
USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
findings
/ˈfaɪn.dɪŋ/ = NOUN: εύρεση, πόρισμα, ανεύρεση;
USER: ευρήματα, διαπιστώσεις, συμπεράσματα, πορίσματα, τα ευρήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
firm
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός;
USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
firms
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, εταιρείες, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
fiscal
/ˈfɪs.kəl/ = ADJECTIVE: δημοσιονομικός, οικονομικός, δημόσιου ταμείου;
USER: δημοσιονομικός, δημοσιονομική, δημοσιονομικής, φορολογικών, φορολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
followed
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forces
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
funders
/ˈfʌndər/ = USER: χρηματοδότες, χρηματοδοτών, οι χρηματοδότες, χρηματοδότες ερευνητών οφείλουν, οι χρηματοδότες ερευνητών οφείλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
funding
/ˈfʌn.dɪŋ/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα;
USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης
GT
GD
C
H
L
M
O
funds
/fʌnd/ = NOUN: χρήματα;
USER: χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
gains
/ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια;
VERB: κερδίζω, αποκτώ;
USER: κέρδη, τα κέρδη, κερδών, οφέλη, αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
greatest
/ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
guarantees
/ˌɡær.ənˈtiː/ = NOUN: εγγύηση, εγγυητής;
USER: εγγυήσεις, εγγυήσεων, τις εγγυήσεις, των εγγυήσεων, εγγυήσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
hand
/hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών
GT
GD
C
H
L
M
O
happen
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβεί, να συμβεί, συμβαίνουν, συμβούν, τυχαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
held
/held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hope
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
improved
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
improvement
/ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση;
USER: βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, βελτίωσης της
GT
GD
C
H
L
M
O
improving
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
incentives
/ɪnˈsen.tɪv/ = NOUN: κίνητρο, ερέθισμα, ωθούσα δύναμη, ελατήριο;
USER: κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, των κινήτρων, κίνητρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
included
/ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος;
USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
incubators
/ˈɪŋ.kjʊ.beɪ.tər/ = NOUN: εκκολαπτήριο, εκκολαπτική συσκευή;
USER: φυτώρια, θερμοκοιτίδες, εκκολαπτήρια, φυτωρίων, θερμοκοιτίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
indicate
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύουν, δείχνουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
indicated
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύεται, αναφέρεται, ενδείκνυται, ανέφερε, αναγράφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
indicators
/ˈindiˌkātər/ = NOUN: δείκτης;
USER: δείκτες, Οι δείκτες, δεικτών, δείκτες που, τους δείκτες
GT
GD
C
H
L
M
O
informal
/ɪnˈfɔː.məl/ = ADJECTIVE: άτυπος, ανεπίσημος;
USER: άτυπος, ανεπίσημος, άτυπη, άτυπης, ανεπίσημη
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informed
/ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος;
USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
initiatives
/ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία;
USER: πρωτοβουλίες, πρωτοβουλιών, τις πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που, πρωτοβουλίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
institutions
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών
GT
GD
C
H
L
M
O
instruments
/ˈɪn.strə.mənt/ = NOUN: όργανο, εργαλείο, μουσικό όργανο;
USER: μέσα, μέσων, όργανα, πράξεις, τα μέσα
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
investments
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
ion
/ˈaɪ.ɒn/ = NOUN: ιόν;
USER: ιόν, ιόντων, ion, ιόντος, ιόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
january
/ˈdʒæn.jʊ.ri/ = NOUN: Ιανουάριος, Γενάρης;
USER: Ιανουάριος, Γενάρης, Ιαν., Ιανουάριο, Γενάρη
GT
GD
C
H
L
M
O
june
/dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος;
USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
lack
/læk/ = NOUN: έλλειψη, στέρηση;
VERB: στερούμαι, έχω έλειψη από;
USER: έλλειψη, έλλειψης, η έλλειψη, απουσία, την έλλειψη
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
latter
/ˈlæt.ər/ = ADJECTIVE: τελευταίος, δεύτερος, επόμενος;
USER: τελευταίος, δεύτερος, τελευταία, τελευταίο, αυτή
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
legislation
/ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία;
USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
loan
/ləʊn/ = NOUN: δάνειο;
VERB: δανείζω;
USER: δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
loans
/ləʊn/ = NOUN: δάνειο;
USER: δάνεια, δανείων, τα δάνεια, των δανείων, δάνεια που
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
mail
/meɪl/ = NOUN: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, θώρακας, πανοπλία;
VERB: ταχυδρομώ, θωρακίζω, στέλνω ταχυδρομικώς, ταχυδρομίζω;
ADJECTIVE: τεθωρακισμένος;
USER: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail στο, ταχυδρομείου, αλληλογραφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manifesting
/ˈmæn.ɪ.fest/ = VERB: δηλώνω;
USER: εκδηλώνεται, εκδηλώνοντας, που εκδηλώνεται, εκδηλώνουν, εκδηλώνονται,
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
markets
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών
GT
GD
C
H
L
M
O
marks
= NOUN: βαθμολογία;
USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
measures
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
medium
/ˈmiː.di.əm/ = ADJECTIVE: μέσον, μέσος, μέτριος, μεσαίος, μισοψημένος;
NOUN: μέντιουμ, πνευματηστικό μέντιουμ;
USER: μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
mentoring
/ˈmen.tɔːr/ = USER: καθοδήγησης, mentoring, καθοδήγηση, παροχής συμβουλών, προγραμμάτων καθοδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
met
/met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
ministry
/ˈmɪn.ɪ.stri/ = NOUN: υπουργείο, υπηρεσία, ιερατείο, υπουργία, κλήρος;
USER: υπουργείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, διακονίας
GT
GD
C
H
L
M
O
moldova
/mɒlˈdəʊ.və/ = USER: Μολδαβία, Μολδαβίας, τη μολδαβία, της Μολδαβίας, η Μολδαβία,
GT
GD
C
H
L
M
O
monte
= USER: monte, Μόντε, Μοντε
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multinationals
/ˌmʌl.tiˈnæʃ.ən.əl/ = USER: πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνικές εταιρείες, οι πολυεθνικές, πολυεθνικών εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
needed
/ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nr
/ˌenˈpiː/ = USER: nr, αριθ., Αρ., Κωδικός, Νο
GT
GD
C
H
L
M
O
obstacle
/ˈɒb.stɪ.kl̩/ = NOUN: εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα;
USER: εμπόδιο, κώλυμα, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για
GT
GD
C
H
L
M
O
obstacles
/ˈɒb.stɪ.kl̩/ = NOUN: εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα;
USER: εμπόδια, εμποδίων, τα εμπόδια, των εμποδίων, εμπόδια που
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
offered
/ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
offices
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφεία, γραφείων, τα γραφεία, γραφεία της, υπηρεσίες
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ones
/wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organizations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
organized
/ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος;
USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
originate
/əˈrɪdʒ.ɪ.neɪt/ = VERB: προέρχομαι, πηγάζω, γεννώ, γεννιέμαι, λαμβάνω αρχή;
USER: κατάγονται, προέρχονται, προέρχονται από, κατάγονται από, προέρχεται
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overview
/ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
pace
/peɪs/ = NOUN: βήμα, βάδισμα;
VERB: βηματίζω;
USER: βήμα, ρυθμό, ρυθμός, ρυθμού, ρυθμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perceived
/pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ;
USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
percentage
/pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν;
USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
perception
/pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη;
USER: αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, αντίληψή, η αντίληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
perceptions
/pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη;
USER: αντιλήψεις, αντιλήψεων, τις αντιλήψεις, οι αντιλήψεις, αντιλήψεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
pessimistic
/ˌpesəˈmistik/ = ADJECTIVE: δυσοίωνος;
USER: απαισιόδοξη, απαισιόδοξοι, απαισιόδοξες, απαισιόδοξος, απαισιόδοξο
GT
GD
C
H
L
M
O
pillar
/ˈpɪl.ər/ = NOUN: κολόνα, στύλος, κίονας, κίων;
USER: κολόνα, πυλώνα, πυλώνας, άξονα
GT
GD
C
H
L
M
O
pillars
/ˈpɪl.ər/ = NOUN: κολόνα, στύλος, κίονας, κίων;
USER: πυλώνες, πυλώνων, κολώνες, κολόνες, πυλώνα
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
points
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
policies
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
predictability
/prɪˌdɪk.təˈbɪl.ə.ti/ = NOUN: προβλεψιμότητα;
USER: προβλεψιμότητα, προβλεψιμότητας, πρόβλεψης, την προβλεψιμότητα, η προβλεψιμότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
pressing
/ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός;
NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου;
USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
private
/ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός;
NOUN: απλός στρατιώτης;
USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
probusiness
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
programs
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
proposed
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
quantitative
/ˈkwɒn.tɪ.tə.tɪv/ = ADJECTIVE: ποσοτικός;
USER: ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
ranged
/reɪndʒ/ = VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: κυμαινόταν, κυμάνθηκε, κυμαίνονταν, κυμάνθηκαν, κυμαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
ranging
/rānj/ = VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: κυμαίνονται, που κυμαίνονται, κυμαίνεται, που κυμαίνεται, κυμαινόμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
rapid
/ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος;
USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reduced
/riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος;
USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
reducing
/rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του
GT
GD
C
H
L
M
O
regarding
/rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για
GT
GD
C
H
L
M
O
regulation
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμός, ρύθμιση;
USER: ρύθμιση, κανονισμός, κανονισμού, κανονισμό, του κανονισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
regulatory
/ˈregyələˌtôrē/ = NOUN: ρυθμιστής;
USER: κανονιστική, κανονιστικές, κανονιστικών, ρυθμιστικών, ρυθμιστική
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
remains
/rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα;
USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
representative
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
ADJECTIVE: αντιπροσωπευτικός;
USER: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εντολοδόχος, αντιπροσωπευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
represents
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respondents
/rɪˈspɒn.dənt/ = NOUN: αποκρινόμενος;
USER: ερωτηθέντες, ερωτηθέντων, οι ερωτηθέντες, τους ερωτηθέντες, απάντησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
responses
/rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, αντιδράσεις, αποκρίσεις, ανταποκρίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
romanian
/rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός;
NOUN: Ρουμανός;
USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
seamless
/ˈsiːm.ləs/ = ADJECTIVE: χωρίς ραφή, άνευ ραφών;
USER: χωρίς ραφή, απρόσκοπτη, χωρίς, αδιάλειπτη, άνευ ραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
sector
/ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς;
USER: τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, κλάδο
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
short
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής;
USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής
GT
GD
C
H
L
M
O
shorter
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος;
USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
showing
/ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση;
USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
shun
/ʃʌn/ = VERB: αποφεύγω, υπεκφεύγω;
USER: αποφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγουν, shun, αποφύγει
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
simplifying
/ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ;
USER: απλούστευση, απλοποίηση, την απλούστευση, απλοποιώντας, απλούστευση των
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
skilled
/skɪld/ = ADJECTIVE: έμπειρος, επιδέξιος;
USER: έμπειρος, εξειδικευμένο, ειδικευμένων, ειδικευμένους, ειδίκευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
society
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
span
/spæn/ = NOUN: σπιθαμή, πιθαμή, καμάρα, ζεύγος, μεταξύ δύο στηριγμάτων έκταση, διαστήλιο, ζυγός;
VERB: συνδέω, μετρώ με την σπιθαμή, καλύπτω;
USER: διάρκεια, έκταση, χρονικό, διάστημα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
specialized
/ˈspeʃ.əl.aɪzd/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος;
USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
specializing
/ˈspeʃ.əl.aɪz/ = VERB: ειδικεύομαι, ειδικεύω;
USER: ειδικεύονται, ειδικεύεται, εξειδίκευση, που ειδικεύεται, ειδίκευση
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
stability
/stəˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: σταθερότητα, σταθερότης;
USER: σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
stakeholders
/ˈstākˌhōldər/ = USER: ενδιαφερόμενα μέρη, ενδιαφερομένων, ενδιαφερόμενους, ενδιαφερομένους, ενδιαφερόμενοι
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
strategic
/strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
stronger
/strɒŋ/ = USER: ισχυρότερη, ισχυρότερες, ισχυρότερο, ισχυρότερα, ισχυρή, ισχυρή
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suitable
/ˈsuː.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, αρμόδιος;
USER: κατάλληλος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες, κατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supporting
/səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
survey
/ˈsɜː.veɪ/ = NOUN: επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση, καταμέτρηση;
VERB: αγναντεύω, καταμετρώ, τοπογραφώ, επισκοπώ;
USER: επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, έρευνα του, μελέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
tables
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: πίνακες, τραπέζια, πινάκων, τους πίνακες, πίνακες που
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tax
/tæks/ = NOUN: φόρος;
VERB: φορολογώ, επιβαρύνω;
USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
taxation
/tækˈseɪ.ʃən/ = NOUN: φορολογία;
USER: φορολογία, φορολογίας, φορολόγηση, φορολόγησης, τη φορολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
taxes
/tæks/ = NOUN: φόρος;
VERB: φορολογώ, επιβαρύνω;
USER: φόροι, φόρους, φόρων, τους φόρους, οι φόροι
GT
GD
C
H
L
M
O
tel
= USER: τηλ., tel, τηλ, Τελ
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
thus
/ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς;
USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
title
/ˈtaɪ.tl̩/ = NOUN: titul, název, nadpis, záhlaví, hodnost, ryzost, zákonný nárok;
VERB: titulovat, oslovovat, nazývat;
USER: τίτλος, τίτλο, τίτλου, του τίτλου, επικεφαλίδι, επικεφαλίδι
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
tower
/taʊər/ = NOUN: πύργος, ρυμουλκός;
VERB: πυργούμαι, υψούμαι;
USER: πύργος, Tower, πύργο, πύργου, πύργος του
GT
GD
C
H
L
M
O
tradition
/trəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: παράδοση;
USER: παράδοση, παράδοσης, την παράδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
union
/ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία;
USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
universities
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων
GT
GD
C
H
L
M
O
unpredictability
/ˌʌn.prɪˈdɪk.tə.bl̩/ = USER: απρόβλεπτο, απρόβλεπτου, προβλεψιμότητα, προβλεψιμότητας, απρόβλεπτος
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
ups
/ˈleɪs.ʌps/ = VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: ups, επιχειρήσεων, εξετάσεις, παράθυρα, νέων επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
vast
/vɑːst/ = ADJECTIVE: απέραντος, αχανής, μέγιστος;
USER: τεράστια, μεγάλη, συντριπτική, τεράστιο, τεράστιες
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
winner
/ˈwɪn.ər/ = NOUN: νικητής, κερδίσας;
USER: νικητής, νικητή, νίκη, νικήτρια, νικητής του
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
young
/jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός;
NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου;
USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων
431 words